χαλκώνω

χαλκώνω
[χάλκωμα]
Ν
1. (για χάλκινο σκεύος) οξειδώνομαι
2. (για τρόφιμο παρασκευασμένο ή μη) προσβάλλομαι, αλλοιώνομαι από τη σκωρία τού χαλκού
3. αποκτώ το πράσινο χρώμα τής σκωρίας τού χαλκού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”